θελξιεπής

θελξιεπής
θελξιεπής, -ές (Α)
αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω*) + -επής (< έπος), πρβλ. α-μετρο-επής, καλλι-επής].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θελξιεπεῖ — θελξιεπής speaking winning words masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) θελξιεπής speaking winning words masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Θελξιέπεια — Θελξιέπεια, ἡ (Μ) [θελξιεπής] η μια από τις δύο Σειρήνες (Αγλαοφήμη και Θελξιέπεια), αυτή που θέλγει, που μαγεύει με τους λόγους ή με τη φωνή …   Dictionary of Greek

  • έπος — Εκτεταμένο ποίημα, το οποίο μέσω της εξιστόρησης είτε ηρωικών πράξεων μυθολογικών ή πραγματικών προσώπων είτε υπερφυσικών γεγονότων εκφράζει, σε ύφος υψηλό, τη βαθύτερη σημασία που έχει η ιστορία μιας κοινότητας ανθρώπων και της δίνει συνείδηση… …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”